- ὀπυίων
- ὀπυίωmarrypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπυίω — ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α) 1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι 2. παθ. ὀπυίομαι (για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι 3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι 4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίων έγγαμος, παντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek